λανιτάλη

λανιτάλη
η
χημ. εμπορική ονομασία ύλης τεχνητών υφαντικών ινών πρωτεϊνικής σύστασης που παράγεται από την καζεΐνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lanital, συντετμημένο τ. τού ιταλ. lana italiana «ιταλικό μαλλί»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”